ἡλοκοπῶ

ἡλοκοπῶ
ἡλοκοπέω
clavo
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἡλοκοπέω
clavo
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλοκοπώ — ἡλοκοπῶ, έω (Α) [ηλοκόπος] 1. κατασκευάζω καρφιά 2. φρ. «ὑποδήματα ἡλοκεκοπημένα» υποδήματα που έχουν στο πέλμα καρφιά (Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”